-
1 катер
η άκατος, το πλοιάριοбуксирный - ρυμούλκησης, το ρυμουλκόдежурный - του συναγερμού/της υπηρεσίας- на подводных крыльях - με υποβρύχια πτερύγια, το «δελφίνι»- εκδρομώνрейдовый - της ρά-δας, разг. η λάντζαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > катер